- παρα-αμινοϊππουρικός
- -ή, -ό φρ. «παρα-αμινοϊππουρικό οξύ»ιατρ. αμινικό παράγωγο τού ιππουρικού οξέος που χρησιμοποιείται στη λειτουργική έρευνα τών νεφρών για τη μέτρηση τής ποσότητας τού πλάσματος τού αίματος που διέρχεται από τους νεφρούς σε ένα λεπτό.
Dictionary of Greek. 2013.